ἀνακοινώσεις

ἀνακοινώσεις
ἀνακοίνωσις
communication
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀνακοίνωσις
communication
fem nom/acc pl (attic)
ἀνακοινόω
communicate
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀνακοινόω
communicate
fut ind act 2nd sg
ἀ̱νακοινώσεις , ἀνακοινόω
communicate
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀνακοινόω
communicate
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀνακοινόω
communicate
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • 2004 Summer Olympics — Games of the XXVIII Olympiad Host city Athens, Greece Motto Welcome Home Nations participating 201 …   Wikipedia

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

  • σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια …   Dictionary of Greek

  • ταμπλώ — και ταμπλό, το, Ν άκλ. 1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας 2. πίνακας ζωγραφικής 3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ τού αυτοκινήτου») 4. φρ. «ταμπλώ θιβάν»… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Ευγένιος — (Κωνσταντινούπολη 1861 – 1944). Αστρονόμος. Από το 1893 έως το 1902 εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Ζιβιζί (Γαλλία) και αργότερα σε αυτό της Μεντόν, ενώ ήδη από το 1891 ήταν μέλος της Αστρονομικής Εταιρείας της Γαλλίας· υπήρξε επίσης μέλος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”